- λήξις
- (I)λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις)1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.)2. κατάστασηαρχ.1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.)2. η διανομή με κλήρο3. τμήμα γης ή άλλου σώματος ή αντικειμένου που διανεμήθηκε με κλήρο («νεῑμαι δὲ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τὴν λῆξιν ἑκάστην», Αριστοτ.)4. στον πληθ. αἱ λήξειςοι τύχες5. φρ. α) «ἡ ἑτέρα λῆξις» — άλλος τόπος, άλλος κόσμοςβ. «ἡ ἑῴα λῆξις» — το ανατολικό μέρος τού κράτουςγ) «λῆξις δίκης» ή, απλώς, «λῆξις» — έγγραφη κατηγορία που κατετίθενταν στον άρχοντα ως πρώτη ένδικη πράξη σε ιδιωτική ή, σπανίως, σε δημόσια δίκηδ) «λῆξις τοῡ κλήρου» — η αίτηση που γινόταν σε άρχοντα για νόμιμη κατοχή κληρονομιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγχάνω, αναλογικά προς το λῆψις τού λαμβάνω (πρβλ. εἴληχα: εἴληφα, λήξομαι: λήψομαι)].————————(II)λῆξις, ἡ (ΑM)βλ. λήξη.
Dictionary of Greek. 2013.